μαστιγίας — μαστιγίας, ὁ (Α) 1. (για δούλους) αυτός που άξιζε να μαστιγωθεί ή αυτός που μαστιγωνόταν συχνά 2. μτφ. τιποτένιος, ελεεινός, χαμένος ή και κακός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ ιγος + κατάλ. ίας (πρβλ. θαλαμ ίας)] … Dictionary of Greek
μαστιγίαι — μαστιγίας one that wants whipping masc nom/voc pl μαστιγίᾱͅ , μαστιγίας one that wants whipping masc dat sg (attic doric aeolic) μαστῑγίαι , μαστιγίης masc nom/voc pl μαστῑγίᾱͅ , μαστιγίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιγιᾶν — μαστιγίας one that wants whipping masc gen pl (doric aeolic) μαστῑγιᾶν , μαστιγίης masc gen pl (doric aeolic) μαστιγιάω long for pres part act masc voc sg (doric aeolic) μαστιγιάω long for pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιγιῶν — μαστιγίας one that wants whipping masc gen pl μαστῑγιῶν , μαστιγίης masc gen pl μαστιγιάω long for pres part act masc voc sg μαστιγιάω long for pres part act neut nom/voc/acc sg μαστιγιάω long for pres part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιγίαις — μαστιγίας one that wants whipping masc dat pl μαστῑγίαις , μαστιγίης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιγίου — μαστιγίας one that wants whipping masc gen sg μαστῑγίου , μαστιγίης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιγία — μαστιγίᾱ , μαστιγίας one that wants whipping masc nom/voc/acc dual μαστιγίας one that wants whipping masc voc sg μαστιγίᾱ , μαστιγίας one that wants whipping masc voc sg (attic) μαστιγίᾱ , μαστιγίας one that wants whipping masc gen sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιγίαν — μαστιγίᾱν , μαστιγίας one that wants whipping masc acc sg (attic epic doric aeolic) μαστιγίας one that wants whipping masc acc sg μαστῑγίᾱν , μαστιγίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) μαστῑγίαν , μαστιγίης masc acc sg μαστιγίᾱν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή … Dictionary of Greek
κεντρότυπος — κεντρότυπος, ὁ (Α) αυτός που αξίζει να μαστιγωθεί, ο μαστιγίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + τυπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. θυρό τυπος, σταυρό τυπος] … Dictionary of Greek